- ἡλιοστερής
- Ἡλιο-στερής, ές,A depriving of sun, i.e. shading from the sun, epith. of the Thessalian hat, S.OC 313.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ηλιοστερής — ἡλιοστερής, ές (Α) (για το θεσσαλικό καπέλο) αυτός που εμποδίζει τον ήλιο να χτυπάει το πρόσωπο, αυτός που σκιάζει το πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + στερης (< στέρομαι «στερούμαι»), πρβλ. αργυρο στερής, ομματο στερής] … Dictionary of Greek
Ἡλιοστερής — depriving of sun masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλιοστερής — depriving of sun masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλιο- — (AM ἡλιο ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) προκαλείται ή προέρχεται από τον ήλιο (πρβλ. ηλιόκα(υ)μα, ηλιοφάνεια) θ) ανήκει ή αναφέρεται στον ήλιο (πρβλ. ηλιοβασίλεμα) γ) μοιάζει, λάμπει ή καίει σαν… … Dictionary of Greek
πατροστερής — ές, Α αυτός που στερήθηκε τον πατέρα του, ο ορφανός από πατέρα («Ἠλέκτραν... πατροστερῆ γόνον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + στερής (< στέρομαι «στερούμαι»), πρβλ. ηλιοστερής] … Dictionary of Greek